- ὑπερμετώπιος
- ὑπερμετώπιος, ον,A over the forehead, EM212.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερμετώπιος — ον, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που βρίσκεται πάνω από το μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μέτωπον + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
ὑπερμετώπιον — ὑπερμετώπιος over the forehead masc/fem acc sg ὑπερμετώπιος over the forehead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)